Η διάβαση του "Φάραγγα" προσφέρει μια ανεπανάληπτη και συγκλονιστική εμπειρία.
Στην Κρήτη υπάρχουν πάμπολλα διαμάντια μιας αστείρευτης φυσικής ομορφιάς και ένα είδος αξιοπρόσεκτο είναι τα φαράγγια της.
Το Φαράγγι της Σαμαριάς, ο "φάραγγας", όμως, είναι ένας και μοναδικός. Η διάβαση του "φάραγγα" είναι μία ανεπανάληπτη και συγκλονιστική εμπειρία. Ο πεζοπόρος βρίσκεται αντιμέτωπος με τη φύση και την άγρια ομορφιά της. Ανταμείβεται για τη δύσκολη πεζοπορία του στο τραχύ κατηφορικό έδαφος με ένα επιβλητικό και πρωτόγονο θέαμα, ένα πανέμορφο τοπίο χωρίς καμία ανθρώπινη επέμβαση, μια μοναδική αίσθηση δέους και άπειρου θαυμασμού για το ανέπαφο μεγαλείο που αντικρίζει.
Ο Εθνικός Δρυμός των Λευκών Ορέων της Κρήτης, γνωστός ως Φαράγγι της Σαμαριάς, ιδρύθηκε το 1962 με σκοπό την προστασία και διατήρηση της επιστημονικής και πολιτιστικής αξίας της περιοχής. Για τους λόγους αυτούς αναγνωρίσθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης ως ένα από τα πιο άγρια, παρθένα και μοναδικά από επιστημονικής πλευράς φυσικά πάρκα του κόσμου!
Η φήμη αυτού του μαγευτικού τόπου ξεκινάει από τα χρόνια της αρχαιότητας. Η εκθαμβωτική του φυσική ομορφιά ήταν γνωστή και τη θαύμαζαν από τους αρχαίους μινωικούς χρόνους.
Οι Δωριείς που κατέλαβαν την περιοχή τον 5ο αιώνα π.Χ. μετέτρεψαν το φαράγγι σε μεγάλο θρησκευτικό κέντρο, ιδρύοντας την πόλη-κράτος Τάρρα στην έξοδό του προς τη θάλασσα. Επίσης, έχτισαν ναούς και ίδρυσαν το Μαντείο του Απόλλωνα στην καρδιά του φαραγγιού.
Ξεκινώντας το οδοιπορικό μας από τα ανεξάντλητα Χανιά με το βενετσιάνικο λιμάνι τους, ο ασφαλτόδρομος των 42 χιλιομέτρων μάς οδηγεί ανάμεσα από οπωρώνες και απτά λαογραφικά δείγματα της κρητικής φυσιογνωμίας επάνω στο χιλιοτραγουδισμένο οροπέδιο του Ομαλού.
Περίπου τέσσερα χιλιόμετρα από την αρχή του Ομαλού φτάνουμε στο Ξυλόσκαλο, όπου τελειώνει ο δρόμος. Από το σημείο αυτό αρχίζει η πεζοπορία. Τώρα βρίσκεσαι σε υψόμετρο 1.200 μέτρα.
Το επιβλητικό βουνό που ορθώνεται μπροστά σου είναι ο Γκίγκιλος. Στους πρόποδες τής μεγάλης ολισθηρής κατωφέρειας των βράχων, στα δεξιά είναι η πηγή Λινοσέλλι, όπου η παράδοση αναφέρει ότι ο Δίας κατέβαινε συχνά και έπαιρνε το μπάνιο του.
Στο τελευταίο πέρασμα
Στο βάθος, στα αριστερά σου, μπορείς να δεις τις γυμνές κορυφές των Λευκών Ορέων. Μία από αυτές, οι Πάχνες (2.452 μ.), είναι η δεύτερη ψηλότερη κορυφή της Κρήτης με τέσσερα μέτρα διαφορά από τον Ψηλορείτη.
Το Ξυλόσκαλο έχει παραμείνει ένα στρατηγικό σημείο κατά τη διάρκεια της μακριάς του ιστορίας. Η σπουδαιότητά του οφείλεται στο γεγονός ότι είναι το χαμηλότερο πέρασμα για να μπεις και να βγεις από το φαράγγι.
Εκεί όπου αρχίζει το μονοπάτι, σκαλοπάτια έχουν κοπεί στον βράχο για να κάνουν πιο εύκολο το πέρασμα. Στα παλιά χρόνια όμως χρησιμοποιούσαν μία σκάλα φτιαγμένη από κορμούς δένδρων, απ' όπου πήρε και το όνομά του, Ξυλόσκαλο. Στο Ξυλόσκαλο υπάρχει και τουριστικό περίπτερο εφοδιασμένο με εστιατόριο. Από τη βεράντα του μπορεί να απολαύσει κάποιος ένα από τα πλέον πανοραμικά γεύματα που θα τύχουν ποτέ στη ζωή του.
Ο κ. Αριστοτέλης, υπεύθυνος στο τουριστικό περίπτερο του Ξυλοσκάλου, ένας αυθεντικός γηγενής που είναι πάντα γεμάτος ενθουσιασμό στο να σας δώσει όποια πληροφορία θελήσετε για όλο το συγκρότημα των Λευκών Ορέων και φυσικά το Φαράγγι της Σαμαριάς.
cretan_wild_goat_kri_kri-s
Εθνικός δρυμός από το 1962
Omalos Samaria gorge xyloskalo
Μετά 30 λεπτά κατάβασης συναντάμε την πηγή Νερούτσικο. Αφήνοντας πίσω μας την πηγή και ακολουθώντας το κατηφορικό μονοπάτι, φτάνουμε έπειτα από 45 λεπτά στο εκκλησάκι του Αϊ-Νικόλα. Σε 60 λεπτά από τον Αϊ-Νικόλα εμφανίζεται εμπρός μας ο ερειπωμένος οικισμός της Σαμαριάς, που βρίσκεται περίπου στη μέση της διαδρομής.
Εδώ θα βρει ο οδοιπόρος έναν μικρό σταθμό, που είναι εφοδιασμένος με τηλέφωνο και πρώτες βοήθειες για επείγοντα περιστατικά και τουαλέτες με τρεχούμενο νερό. Εδώ επίσης μπορεί να νοικιάσει όποιος το επιθυμεί ένα μουλάρι για το υπόλοιπο μέρος της διαδρομής. Η Σαμαριά εγκαταλείφθηκε το 1962, όταν η ελληνική κυβέρνηση ανακήρυξε την περιοχή του φαραγγιού εθνικό δρυμό. Οι περισσότεροι από τους Σαμαριώτες μετοίκησαν στην Αγία Ρουμέλη και αλλού. Τώρα τα περισσότερα σπίτια είναι ερειπωμένα. Μόνο τα εκκλησάκια Οσία Μαρία, Χριστός και Άγιος Γεώργιος παλεύουν με τη διάβρωσή τους από τον χρόνο.
Η Οσία Μαρία είναι το πιο παλιό από τα τρία. Χτίστηκε το 1379 από τους Βενετσιάνους που κυριαρχούσαν τότε στην Κρήτη και έδειχναν μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον για τα πλούσια σε ξυλεία δάση του φαραγγιού. Το όνομα "Οσία Μαρία" μετατράπηκε σταδιακά σε "Σία Μαρία", "Σα Μαρία" και τελικά Σαμαριά.
Σε 45 λεπτά μετά τη Σαμαριά υπάρχει στο διάβα μας μια μεγάλη πηγή, που είναι γνωστή στην περιοχή ως Κεφαλόβρυση ή Κεφαλοβρύσια. Η παρουσία τρεχούμενου νερού από την Κεφαλόβρυση μέχρι τη θάλασσα κάνει αυτό το τελευταίο μέρος της διαδρομής περισσότερο ευχάριστο.
Σε 20 λεπτά από την Κεφαλόβρυση συναντάμε το εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης και λίγο μετά οι Σιδηρόπορτες. Είναι το στενότερο μέρος του φαραγγιού, περίπου τρία μέτρα φαρδύ και πολλά μέτρα βαθύ.
Περίπου 30 λεπτά από τις Πόρτες και μόλις βγούμε από τα όρια του φαραγγιού φτάνει κανείς στην παλιά Αγία Ρουμέλη. 
Στην Αγία Ρουμέλη περιμένοντας το πλοίο

Είκοσι λεπτά αργότερα το ζεστό προμήνυμα του Λιβυκού γίνεται μια γαλάζια πραγματικότητα. Η Νέα Αγία Ρουμέλη βρίσκεται επάνω στα λείψανα της αρχαίας Τάρας και είναι γεμάτη ζωή. Τα 16 χλμ. πεζοπορίας και τα 1.200 μέτρα υψομετρικής διαφοράς από το Ξυλόσκαλο έως τη θάλασσα απαιτούν εξάωρη διάθεση για να ρουφήξει κάποιος τους χυμούς αυτής της κρητικής γωνιάς.

Οι δυνατότητες επανένταξης, στα κατά το μάλλον ή ήττον συνηθισμένα, γίνεται με πλοιάριο προς τη Χώρα Σφακίων, τη Σούγια και την Παλαιόχωρα

samaria_tiket-s
Απαγορεύσεις
Ο Εθνικός Δρυμός της Σαμαριάς είναι ανοιχτός στους επισκέπτες από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Οκτωβρίου.
Οι επισκέπτες επιτρέπεται να κινούνται μόνο στο κεντρικό μονοπάτι που έχει σημανθεί, από Ξυλόσκαλο στην Αγία Ρουμέλη και αντίστροφα.
Κίνηση σε όλα τα άλλα μονοπάτια απαιτεί έγγραφη άδεια της Διευθύνσεως Δασών Χανίων και ελέγχεται αυστηρά.
Απαγορεύονται αυστηρά το άναμμα φωτιάς, η κατασκήνωση, η διανυκτέρευση μέσα στον δρυμό, η κοπή λουλουδιών, η εκρίζωση ή η καταστροφή φυτών.
Ακόμη η κατοχή όπλων ή παγίδων, η εισαγωγή σκυλιών στον δρυμό, το κυνήγι, το ψάρεμα και η κολύμβηση στα ρέματα του δρυμού.
Δεν επιτρέπονται το ραδιόφωνο, το τραγούδι, η ρίψη λίθων, οι ασυνήθιστοι θόρυβοι, η απόρριψη απορριμμάτων σε άλλες θέσεις πέρα από τις καθορισμένες για τον σκοπό αυτό.
Επίσης, απαγορεύεται το κάπνισμα, εκτός των θέσεων αναπαύσεως και η κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών.

Samaria_Gorges_rockssamaria_rocjpg

Η γεωλογία των Λευκών Ορέων (κείμενο: Δρ. Χαρ. Γ. Φασουλάς, περιοδικό Φουρόγατος, 54, Σάββατο, 10 Ιούλιος 2004).

Τα Λευκά Όρη είναι όντως λευκά! Αυτή είναι μια διαπίστωση που κάνει ο καθένας όταν ατενίζει από κάποια μακρινή απόσταση την οροσειρά της δυτικής Κρήτης. Από όπου και εάν προσεγγίζει την περιοχή, όποια εποχή του χρόνο και αν γίνεται, το λευκό είναι το χρώμα των κορυφών. Το χειμώνα βέβαια είναι το απαστράπτον κατάλευκο του χιονιού που ντύνει τις κορυφές. Όταν αυτό λείπει οι κορυφές και πάλι είναι λευκές εξαιτίας του γκριζόλευκου μαρμάρου που ξεπροβάλει γυμνό από βλάστηση στο ορίζοντα.

Τα Λευκά Όρη είναι η πιο μεγάλη σε όγκο οροσειρά της Κρήτης που σχηματίζεται στο σύνολο της από μάρμαρα, ασβεστόλιθους και δολομίτες. Πετρώματα δηλαδή που έχουν σαν βάση τους το ανθρακικό ασβέστιο. Στο σύνολο τους σχηματίστηκαν πριν από αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια μέσα σε θάλασσα από το διαλυμένο ανθρακικό ασβέστιο που τα νερά της βροχής ξέπλεναν από τα πετρώματα της ξηράς.

Η εικόνα της οροσειράς δίνει τη δυναμική εντύπωση μιας γροθιάς που τρυπάει τη γη και ξεπροβάλει προς τον ουρανό, χαρακτηριστικό που πράγματι οφείλεται σε γεωλογικές δυνάμεις που ανασήκωσαν βίαια τα πετρώματα πριν από μερικά εκατομμύρια χρόνια και συνεχίζουν και σήμερα. Στα τελευταία 5 εκατομμύρια χρόνια η ανύψωση αυτή, συγκρινόμενη με τη σημερινή στάθμη της θάλασσας, ήταν πάνω από 1500 μέτρα.

Η κατακόρυφη διαδρομή των πετρωμάτων των Λευκών Ορέων χαράχτηκε βαθιά από την αντίσταση του εmφανειακού νερού που δημιούργησε τα μεγάλα φαράγγια, με εντυπωσιακό τη Σαμαριά και τα μεγάλα σπηλαιοβάραθρα, όπως ο Γουργούθακας που φτάνει στα 1100 περίπου μέτρα βάθος από την επιφάνεια της γης. Όλα τους αποτέλεσμα της Καρστικής διάβρωσης και της τεκτονικής ανύψωσης της ξηράς.

Τα πετρώματα της περιοχής

Η γεωλογία της περιοχής θα μπορούσε να είναι μονότονη, μια που σε σχέση με την υπόλοιπη Κρήτη, τα πετρώματα που υπάρχουν είναι πολύ λίγα. Όμως οι διαδικασίες που επέδρασαν πάνω σε αυτά ήταν τόσο έντονες και ποικίλες που το τελικό αποτέλεσμά τους, το σημερινό ανάγλυφο, είναι εντυπωσιακό.

Συνολικά στον κύριο κορμό της οροσειράς υπάρχουν δύο κυρίως ομάδες πετρωμάτων, των Πλακωδών Ασβεστολίθων και του Τρυπαλίου. Η σημαντικότερη και αυτή που κατέχει το μεγαλύτερο όγκο είναι η ομάδα πετρωμάτων των ”Πλακωδών Ασβεστολιθών”. Είναι τα πετρώματα που σε όλο το νησί σχηματίζουν τη ραχοκοκαλιά πάνω στην οποία βρίσκονται όλες οι υπόλοιπες ομάδες, παράλληλα, είναι και τα πιό βαθιά πετρώματα που γνωρίζουμε στην Κρήτη, εφόσον δεν ξέρουμε τι υπάρχει κάτω από αυτά. Αν και στην Κρήτη η ηλικία των πετρωμάτων της ομάδας ξεκινάει από τα 300 περίπου εκατομμύρια χρόνια από σήμερα, στα Λευκά Όρη υπάρχουν μόνο τα ανώτερα τμήματα της ομάδας. Έτσι, στις ανατολικές παρυφές της οροσειράς υπάρχουν γκρίζοι δολομίτες και ασβεστόλιθοι ηλικίας 200 εκ.χρ., ενώ στον κεντρικό κορμό της οροσειράς εμφανίζονται τα νεώτερα πετρώματα

Από τα πιο χαρακτηριστικά είναι ο στρωματολιθικός δολομίτης, ένα σκούρο ταινιωτό πέτρωμα με λουρίδες αποθέσεων σιδήρου, που δημιουργείται από τους στρωματόλιθους, οργανισμούς που ζουν σε νερά χωρίς οξυγόνο. Αυτοί οι οργανισμοί που απορροφούν τα διαλυμένα οξείδια του σιδήρου και απελευθερώνουν οξυγόνο, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση του οξυγόνου στην ατμόσφαιρα της γης πριν από 2 δισεκατομμύρια χρόνια. Τμήματα των πετρωμάτων αυτών συναντούνται μέσα στο φαράγγι στης Σαμαριάς, κυρίως στο ανώτερο και δυτικό του τμήμα, καθώς και με τη μορφή ογκόλιθων στην κοίτη του ρέματος.

Σε πολλά σημεία της οροσειράς και ιδιαίτερα στην κορυφή του Γκίγκιλου, κιτρινωποί σχιστόλιθοι με λεπτά στρώματα ψαμμιτών, σκεπάζουν το στρωματολιθικό δολομίτη. Αυτά τα στρώματα που παίρνουν την ονομασία τους από τη χαρακτηριστική κορυφή, σηματοδοτούν ένα μεγάλο γεωλογικό γεγονός πριν από 160 εκ.χρ. Τότε ο βυθός του ωκεανού μέσα στον οποίο σχηματίζονταν τα πετρώματα της ομάδας άρχισε να βαθαίνει γρήγορα ως συνέπεια της απομάκρυνσης των πλακών της Αφρικής και της Ευρώπης. Αποτέλεσμα του φαινομένου αυτού ήταν να σχηματιστεί το πλέον τυπικό πέτρωμα της ομάδας, που κυριαρχεί στην οροσειρά και μέσα στο φαράγγι της Σαμαριάς, ο πλακώδης, γκριζο-μπλέ ασβεστόλιθος με τις χαρακτηριστικές λευκές ταινίες ή σώματα πυριτιόλιθου.

Ο ασβεστόλιθος αυτός που αποτέλεσε για αιώνες ένα καταπληκτικό δομικό υλικό σε όλο το νησί, έχει στη βάση του σφαιρικά ή ελλειπτικά σώματα λευκού πυριτίου που σύμφωνα με κάποιους ερευνητές μπορεί να οφείλονται σε σφουγγάρια που ζούσαν στο βυθό, όσο ακόμα ήταν σχετικά σε μικρό βάθος. Στα ανώτερά του τμήματα το πέτρωμα αποτελείται από πιο λεπτές πλάκες που αποχωρίζονται εύκολα μεταξύ τους και εναλλάσσονται με ταινίες και πολύπλοκες, σχεδιαστικά, μορφές λευκού πυριτόλιθου. Τόσο ο ασβεστόλιθος όσο και ο πυριτόλιθος σχηματίστηκαν από τα διαλυμένα άλατα του ασβεστίου και του πυριτίου στα μεγάλα θαλάσσια βάθη.

Πάνω από αυτούς τους πλακώδεις ασβεστόλιθους, υπάρχουν σε ορισμένα σημεία της οροσειράς, πολύ μικρά στρώματα φλύσχη που αποτέθηκε πριν από 30 περίπου εκ.χρ. κλείνοντας τη διαδικασία σχηματισμού των πετρωμάτων της ομάδας των ”Πλακωδών Ασβεστολίθων”.

Εκτός όμως από τα πετρώματα των Πλακωδών ασβεστόλιθων μερικές άλλες ομάδες πετρωμάτων βρίσκονται στην οροσειρά των Λευκών Ορέων. Πρόκειται για την ομάδα των ανακρυσταλλωμένων ασβεστόλιθων του Τρυπαλίου, τα σχιστολιθικά κυρίως πετρώματα της ομάδας των Φυλλιτών-χαλαζιτών και ασβεστόλιθοι της ομάδας της Τρίπολης. Τα πετρώματα του Τρυπαλίου εμφανίζονται μόνο στη δυτική Κρήτη και είναι οι χαρακτηριστικοί λευκοί ασβεστόλιθοι (μάρμαρα) των κορυφών των Λευκών Ορέων που σκεπάζουν τους Πλακώδεις ασβεστόλιθους ή οι λατυποπαγείς ασβεστόλιθοι με τις τρύπες που συναντούνται από τους Λάκκους μέχρι και τον Ομαλό, ή στο όρος Τρυπάλι στα ανατολικά της οροσειράς. Η ηλικία τους είναι από 200 έως 140 εκ.χρ.

Τα υπόλοιπα πετρώματα σκεπάζουν και αυτά τους Πλακώδεις Ασβεστόλιθους, αλλά έχουν όμως πολύ μικρή εμφάνιση, κυρίως στα ανατολικά και δυτικά περιθώρια της οροσειράς, αν και στην υπόλοιπη Κρήτη καλύπτουν μεγάλες εκτάσεις.

Διασχίζοντας κανείς το φαράγγι της Σαμαριάς, περνάει από τα πετρώματα του Τρυπαλίου, που βρίσκονται στο Ξυλόσκαλο, στα κατώτερα πετρώματα της ομάδας των Πλακωδών ασβεστολίθων, με πρώτα τους τυπικούς πλακώδεις ασβεστόλιθους, τους σχιστόλιθους του Γκίγκιλου και το στρωματολιθικό δολομίτη στο τέλος των σκαλοπατιών. Από το μέσο περίπου του φαραγγιού και μέχρι την έξοδο στην Αγία Ρου μέλη τα πετρώματα είναι αποκλειστικά πλακώδεις ασβεστόλιθοι.

Ιστορία και δημιουργία του Φαραγγιού

Οι ασβεστόλιθοι και γενικά όλα τα πετρώματα από ανθρακικό ασβέστιο είναι πάρα πολύ σκληρά και ανθεκτικά, όμως διαλύονται εύκολα όπως το βούτυρο στη ζέστη, από το νερό τη βροχής. Αυτή είναι η διαδικασία της καρστικής διάβρωσης όπου το νερό στην επιφάνεια της γης με τα οξέα που μεταφέρει λειώνει και καταστρέφει τα ασβεστολιθικά πετρώματα απομακρύνοντας το ανθρακικό ασβέστιο που περιέχουν. Με τη διαδικασία αυτή δημιουργούνται τα οροπέδια, τα σπήλαια και τα φαράγγια, μαζί με όλες τις άλλες μικρότερες μορφές στην επιφάνεια. Βέβαια η διαδικασία σχηματισμού όλων των καρστικών μορφών των Λευκών ορέων, ανάμεσα τους και των φαραγγιών δεν ήταν τόσο απλή.

Από τη στιγμή που τα πετρώματα σχηματίστηκαν μέσα στη θάλασσα μέχρι σήμερα πολύπλοκες διαδικασίες που ξεκίνησαν από τη σύγκρουση της Αφρικανικής με την Ευρωπαϊκή πλάκα επέδρασαν στα πετρώματα. Αυτά συμπιέστηκαν, πτυχώθηκαν και ανασηκώθηκαν σχηματίζοντας τις οροσειρές. Όμως τα πετρώματα των Λευκών Ορέων και ιδιαίτερα οι Πλακώδεις ασβεστόλιθοι αρχικά σκεπάστηκαν από τεράστιο

όγκο πετρωμάτων που ξεπέρασαν τα 40 χιλμ. πάχος. Λόγω της πίεσης και θερμοκρασίας που αναπτύχθηκε μεταμορφώθηκαν σε μάρμαρα, έγιναν ελαφρύτερα και στη συνέχεια ξεπετάχτηκαν απότομα προς την επιφάνεια σκορπώντας τριγύρω τα υπόλοιπα πετρώματα. Μεγάλα ρήγματα κατακερμάτισαν τη συνέχεια των πετρωμάτων και οριοθέτησαν τα Λευκά Όρη στη μορφή του σήμερα.

Η ανύψωση των πετρωμάτων στη σημερινή τους θέση ξεκίνησε πριν' από 13 περίπου εκ.χρ. ήταν όμως εντονότερη τα τελευταία 5. Η μετακίνηση των πετρωμάτων έγινε πάνω στα ρήγματα, όπως στο ρήγμα του Ξυλόσκαλου, πάνω στο οποίο ελίσσεται το μονοπάτι, το οποίο ανασήκωσε την περιοχή βόρεια του φαραγγιού ή το ρήγμα Παλαιόχωρας - Σφακίων που σήκωσε συνολικά τα Λευκά Όρη και έδωσε το έναυσμα για την ανάπτυξη όλων των φαραγγιών της περιοχής.

Συνεπώς, οι τεκτονικές κινήσεις ανασήκωναν διαρκώς την ξηρά σε σχέση με τη θάλασσα αναγκάζοντας το νερό των ρεμάτων να σκάβει όλο και πιο βαθιά τα πετρώματα, διαλύοντάς τα ταυτόχρονα, με αποτέλεσμα να σχηματίζονται τα φαράγγια κάθετα στη διεύθυνση των ρηγμάτων. Η εντύπωση ότι τα φαράγγια ακολουθούν κατά μήκος και βάθος παλιότερα ρήγματα είναι εσφαλμένη και φαίνεται χαρακτηριστικά στα στενά τμήματα των φαραγγιών της περιοχής (πχ. Ιμπρος, Σαμαριά) όπου τα πετρώματα συνεχίζονται αδιατάραχτα και στις δύο πλευρές του φαραγγιού.

Οι διακυμάνσεις όμως της θάλασσας καθόριζαν το ρυθμό αλλά και τη συμπεριφορά στη δράση του επιφανειακού νερού. Έτσι, όταν η θάλασσα ανέβαινε, όπως συνέβη πολλές φορές κατά τις μεσοπαγετώδεις περιόδους, τότε το νερό των ρεμάτων αντί να σκάψει απέθετε υλικά στην όχθη των φαραγγιών δημιουργώντας τις αναβαθμίδες. Τέτοιες συναντά κανείς γύρω από το χωριό Σαμαριά, αλλά και στην έξοδο του φαραγγιού. Εκεί, κατά την τελευταία πιθανόν μεσοπαγετώδη περίοδο το νερό απέθεσε χαλίκια και κροκάλες που ξεκινούν από τις Πόρτες και φτάνουν μέχρι την ακτή. Η τελευταία άνοδος της ξηράς (ή πτώση της θάλασσας) ανάγκασε το νερό να σκάψει ξανά τις αποθέσεις του και να σχηματίσει ένα μικρότερο φαράγγι βάθους περίπου έξι μέτρων και πλάτους ενός που φαίνεται χαρακτηριστικά μετά το περίπτερο στην έξοδο του φαραγγιού.

Δρ. Χαρ. Γ. Φασουλάς

(Το κείμενο αυτό είναι η εισήγηση του ερευνητή του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κρήτης Δρ. Μπάμπη Φασουλά στο Σεμινάριο με θέμα τα Λευκά Όρη και τα Φαράγγια που πραγματοποίησε η Οικολογική Πρωτοβουλία Χανίων με τη συνεργασία του Τμήματος Περιβαλλοντικής Αγωγής της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Χανίων στις 7 Φεβρουαρίου 2004, στο 16ο 17ο ΔΣ Χανίων, στα πλαίσια του Προγράμματος «Εθελοντισμός και Περιβάλλον», που υλοποιεί η Ο.Π.Χ. με θέμα την παρακολούθηση, προστασία και ανάδειξη των Φαραγγιών του Δίκταμου και των Μαχαιρών, τις λίμνες Αγιάς και Κουρνά και τις παραλίες του βόρειου άξονα των Χανίων)

samaria_treeNepeta_sphacioticaPetromarula_pinnata

Στην ευρύτερη περιοχή των Λευκών ορέων έχουν καταγραφεί περίπου 650 φυτικά taxa.

Ο χλωριδικός κατάλογος της περιοχής των Λευκών ορέων όμως, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την περιγραφή ενός νέου είδους, του Anthemis samariensis (Turland 2007). Πρόκειται για ένα πολυετές χασμόφυτο που ανακαλύφθηκε το 2007, σε μια απότομη πλαγιά των Λευκών Ορέων μεταξύ των κορυφών Μελινταού και Αυλιμανάκου. Στην περιοχή των Λευκών Ορέων συναντώνται 25 στενότοπα ενδημικά είδη (είδη δηλαδή που μπορούν να βρεθούν μόνο στην συγκεκριμένη περιοχή) και 97 ενδημικά είδη Κρήτης, Περίπου τα μισά δηλαδή από τα ενδημικά της Κρήτης βρίσκονται στην περιοχή των Λευκών Ορέων.

Χαρακτηριστικά είδη είναι:

• Το Bupleurum kakiskalae, πολυετές είδος που έχει βρεθεί στην περιοχή της Κακιάς Σκάλας στην κορυφή Λινοσέλι των Λευκών ορέων, φτάνει μέχρι και τα 12 έτη, ενώ ξηραίνεται αμέσως μετά την ανθοφορία και καρποφορία (μονοκαρπικό είδος).

• Η ορχιδέα Cephalanthera cucullata, ένα πολυετές ποώδες φυτό με κοντά έρποντα ριζώματα που εμφανίζεται σε υψόμετρα από 700-1500 μέτρα.

• Η Nepeta sphaciotica, πολυετής αρωματικός θάμνος και ενδημικό των Λευκώ Ορέων, που υπάρχει μόνο στην βόρεια πλευρά της κορυφής Σβουριχτή, σε υψόμετρο 2200-2300 μέτρα και πουθενά αλλού στον κόσμο.

Στην περιοχή απαντώνται επίσης αρκετά αρωματικά, φαρμακευτικά και βρώσιμα είδη:

• Η μαλοτήρα (τσάι του βουνού) Sideritis syriaca ssp. syriaca, ενδημικό είδος της Κρήτης που χρησιμοποιείται ως αφέψημα.

• Η μαντζουράνα Origanum microphyllum, φρύγανο με χαρακτηριστική μυρωδιά λεβάντας.

• Η πετροφιλιά Petromarula pinnata, ένα πού όμορφο ενδημικό φυτό που αναπτύσσεται σε βραχώδη πρανή.

• Το δίκταμο ή έρωντας Origanum dictamnus, ενδημικό είδος που από την αρχαιότητα θεωρείται φαρμακευτικό για πλήθος παθήσεων

• Η αγράμπελη των Λευκών ΟρέωνClematis elisabethae – carolae που φύεται σε δύο τοποθεσίες μονάχα στη θέση Αμμουτσέρα (1850 m.) και σε ασβεστολιθικά διαβρωμένα πρανή.

• Tο υπέρικο Hypericum aciferum, ενδημικό είδος των Λευκών Ορέων, χασμοφυτικός θάμνος που φύεται μονάχα σε παραθαλάσσιες θέσεις των Σφακίων, μεταξύ Σούγιας και Αγίας Ρουμέλης (παραλία της Φουρνωτής).

• Η τριχωτή νεραγκούλα Ranunculus radinotrichus, ενδημικό είδος των Λευκών Ορέων, μικρό πολυετές φυτό που φύεται μονάχα στις κορυφές Τροχάρης, Αμμουτσερά, Κακόβολη και Σβουριχτή σε υψόμετρα από 1850-2300 m.

• Η Anthemis samariensis, ενδημικό είδος της Κρήτης, που ανακαλύφθηκε πρόσφατα (2007) σε μια απότομη πλαγιά των Λευκών Ορέων μεταξύ των κορυφών Μελινταού και Αυλιμανάκου.

• Το «Μη με λησμονεί» των Λευκών Ορέων Myosotis solange, ενδημικό και σπάνιο είδος των Λευκών Ορέων, που φύεται σε μια μόνο τοποθεσία στην κορυφή Άγιο Πνεύμα.

• Το ελίχρυσο Helichrysum heldreichii, ενδημικό είδος των Λευκών ορέων, απειλούμενο και προστατευόμενο από το Π.Δ. 67/1981.

• Το είδος Thlaspi zaffranii, ενδημικό είδος της περιοχής, που έχει καταγραφεί σε 3 θέσεις (Γκίγκιλο, Βολακιά και Ανώπολη Σφακίων).

• Η κενταύρια Centaurea lancifolia, ενδημικό της Κρήτης, με τους πληθυσμούς του να εντοπίζονται σε 3 θέσεις των Λευκών Ορέων. Πρόκειται για χασμόφυτο που φύεται σε υψόμετρα από 1780-1850 m.

• Ο κέντρανθος Centranthus sieberii, σπάνιο ενδημικό είδος των Λευκών Ορέων που φύεται σε πετρώδεις τοποθεσίες της ορεινής και αλπικής ζώνης.

• H κουσκούτα Cuscuta atrans, παρασιτικό είδος που φύεται πάνω σε αγκαθωτούς θάμνους και ενδημικό είδος των Λευκών Ορέων.

• Το κυνόγλωσσο Cynoglossum sphacioticum που φύεται σε πετρώδη εδάφη σε μεγάλα υψόμετρα.

• Η Γαλατσίδα ή Ευφορβία του Rechinger Euphorbia rechingeri, νανώδες ενδημικό είδος των Λευκών Ορέων, που φύεται μόνο σε μεγάλα υψόμετρα και σε πετρώδη εδάφη και σχισμές.

• Η ονοβρύχις Onobrychis sphaciotica, ένα σπάνιο και ενδημικό είδος των Λευκών Ορέων, που φύεται σε βραχώδεις τοποθεσίες.

Δείτε τον κατάλογο της Ε.Π.Μ.

Πηγή: Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Σαμαριάς

samaria-agrimisamaria-agrimia

Ιδιαιτέρως πλούσια είναι η πανίδα που φιλοξενείται στα όρια του Εθνικού Δρυμού Σαμαριάς.

Αναφέρονται χαρακτηριστικά, 32 είδη θηλαστικών, με μοναδικό ενδημικό είδος την Κρητική Μυγαλή, 3 είδη αμφιβίων, 11 είδη ερπετών, και 200 περίπου είδη ορνιθοπανίδας. Χαρακτηριστικά είδη είναι:

• Ο κρητικός αίγαγρος (Capra aegagrus cretica), το μεγαλύτερο θηλαστικό του νησιού, το οποίο ανήκει στην τάξη των αρτιοδακτύλων ζώων. Πρόκειται για το είδος εκείνο που χαρακτηρίζει το φαράγγι της Σαμαριάς και τα Λευκά Όρη γενικότερα, και για την προστασία του οποίου έγινε ουσιαστικά και η ανακήρυξη της περιοχής σε Εθνικό Δρυμό. Εκτός αυτού όμως, αποτελεί και είδος-σύμβολο, όχι μόνο των Λευκών Ορέων αλλά και της Κρήτης γενικότερα, ενώ έχει συσχετισθεί ισχυρά με την προσωπικότητα και ιδιοσυγκρασία των Κρητικών.

Είναι ένα κατεξοχήν είδος των ορεινών περιοχών με βιότοπους μεγάλου εύρους που περιλαμβάνουν από ξηρά βουνά έως και αλπικές περιοχές, γενικά βραχώδεις θέσεις με φρυγανώδη βλάστηση κοντά σε κωνοφόρα δάση. Χαρακτηριστικό της οικολογίας του είδους είναι η προτίμηση του σε περιοχές με κλίσεις μεγαλύτερες από 30%.

Σύμφωνα με πρόσφατες γενετικές αναλύσεις σε ιστούς ζωντανών και νεκρών ζώων και σύγκριση με αντίστοιχους ιστούς αιγοπροβάτων κατέδειξαν ότι το αγρίμι δεν αποτελεί υποείδος του αιγάγρου της Μέσης Ανατολής, ενώ συγγενεύει στενά με τα άγρια κατσίκια που μεταφέρθηκαν στον νησί από τον πρώτο άνθρωπο κατά την Νεολιθική περίοδο.
Σήμερα, ο πληθυσμός του κρητικού αιγάγρου έχει περιοριστεί αποκλειστικά στην περιοχή των Λευκών Ορέων ενώ πληθυσμοί του διατηρούνται στα νησιά Θοδωρού, Μονή, Σαπιέτζα, Άγιοι Πάντες και Αταλαντονήσι.

• Η κρητική μυγαλή (Crocidura zimmermanni), ένα σπάνιο και ελάχιστα μελετημένο είδος το οποίο διαβιώνει σε υψόμετρα μεγαλύτερα από 1150 μέτρα αν και ενδέχεται να βρεθεί και σε χαμηλότερα υψόμετρα. Είναι το μοναδικό ενδημικό θηλαστικό της Ελλάδας.

• Ο αγριόγατος  (Felis sylvestris cretensis), ένα είδος αγριόγατας που δύσκολα συναντάται και το όνομα του οποίου περιβάλλεται από μυστήριο. Μέχρι το 1996 θεωρείτο εξαφανισμένο είδος ώσπου επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Perugia σε συνεργασία με το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης, κατόρθωσαν να συλλάβουν ένα ζωντανό άτομο. Φέρει χαρακτηριστικούς σκουρόχρωμους δακτυλίους στην ουρά και είναι σημαντικά μεγαλύτερο σε μέγεθος από την κοινή γάτα. Προστατεύεται επίσης από την Σύμβαση της Washington (CITES) για το διεθνές εμπόριο ειδών που απειλούνται με εξαφάνιση.

• Ο Αγκαθοποντικός (Acomys minοus), είδος του οποίου οι μοναδικοί ευρωπαϊκοί πληθυσμοί βρίσκονται στην Κρήτη.

• Ο γυπαετός (ή κοκκαλάς) Gypaetus barbatus, ένα από τα σπανιότερα πουλιά της Ευρώπης, είδος γύπα με άνοιγμα φτερών περί τα 2,80 μέτρα. Φέρει στο στήθος και την κοιλιά χαρακτηριστικό βαθύ πορτοκαλί χρώμα που αποκτά με την τριβή του σε ασβεστολιθικά πετρώματα που φέρουν οξείδια του σιδήρου. Σε περιοχές που στερούνται πετρωμάτων με οξείδια του σιδήρου, το στήθος και κοιλιά του γυπαετού είναι λευκά. Είναι το μοναδικό είδος παγκοσμίως που τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με κόκκαλα, τα οποία ρίχνει από μεγάλο υψόμετρο για να σπάσουν σε μικρότερα κομμάτια, ακολουθώντας την πορεία τους σε σπειροειδή πτήση.Εν συνεχεία τα καταπίνει και τα αποδομεί μέσω των ισχυρότατων γαστρικών υγρών που διαθέτει. Πρόκειται για είδος που προτιμά περιοχές μεγάλου υψομέτρου, με το θηλυκό να γεννά δύο αυγά τα οποία επωάζονται για 55-57 ημέρες. Ο γυπαετός σήμερα επιβιώνει μόνο στην Κρήτη, ενώ τα Λευκά Όρη έχουν την τιμή να φιλοξενούν 2 από τα 3 αναπαραγωγικά είδη του ελληνικού πληθυσμού.

• Το όρνιο ή κανναβός Gyps fulvus, το πιο κοινό είδος γύπα, ένα μεγάλο και βαρύ αρπακτικό με άνοιγμα φτερών περί τα 2,60 μέτρα. Φέρει γυμνό κεφάλι με κολάρο από λογχοειδή κοντά φτερά στην βάση του λαιμού. Η πτήση του διακρίνεται σε μεγάλους και αργούς κύκλους, εκμεταλλευόμενο τα θερμά ανοδικά ρεύματα. Στη Ελλάδα υπολογίζεται ότι διαβιώνουν περίπου 400 ζευγάρια. Τρέφεται με νεκρά ζώα (πτωματοφάγο).

• Η αράχνη Macrothele cretica, ενδημικό είδος της περιοχής και ένα από τα ελάχιστα ασπόνδυλα ζώα που προστατεύονται από παγκοσμίως από την IUCN.

Δείτε τον κατάλογο της Ε.Π.Μ.

Η Αγία Ρουμέλη βρίσκεται στην έξοδο του φαραγγιού της Σαμαριάς και είναι κτισμένη πάνω στα ερείπια της αρχαίας Τάρρας, που ήταν γνωστή για το μαντείο της και καταστράφηκε από σεισμό το 66 μ.Χ.

Η Τάρρα ήταν μικρή αλλά ανεξάρτητη πόλη και έκοβε και αυτή δικά της νομίσματα που στην μια μεριά απεικόνιζαν το κεφάλι ενός αίγαγρου και ένα βέλος και στην άλλη μεριά μια μέλισσα. Ήταν μεγάλο θρησκευτικό κέντρο με πολλούς ναούς του Απόλλωνα και άκμασε την Ρωμαϊκή περίοδο.

Στην Αγία Ρουμέλη υπάρχουν ενοικιαζόμενα δωμάτια και αρκετές ταβέρνες. Έτσι όποιος το επιθυμεί μπορεί να διανυκτερεύση μετά την κατάβαση του φαραγγιού της Σαμαριάς ή και να μείνει για μερικές μέρες για ήσυχες διακοπές. 
Η Αγία Ρουμέλη εκτός από το φαράγγι της Σαμαριάς συνδέεται με την υπόλοιπη Κρήτη με πλοία, ανατολικά με το Λoυτρό και την Χώρα Σφακίων και δυτικά με την Σούγια και την Παλαιόχωρα